Ψυχαναγκαστική διαταραχή
Δημοσιεύθηκε στην Πανθεσσαλική Εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 30/3/2014
Η ψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD, Obsessive- Compulsive Disorder) χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες ιδεοληψίες και καταναγκασμούς που προκαλούν σημαντική δυσφορία άτομο και λειτουργική δυσλειτουργία. Τόσο οι ασθενείς όσο και οι οικογένειές τους επηρεάζονται σημαντικά. Πρόκειται για διαταραχή κατά την οποία τα άτομα δεν μπορούν να ελέγξουν την ενασχόλησή τους με συγκεκριμένες ιδέες, σκέψεις, τάσεις ή εικόνες, ή δεν μπορούν να εμποδίσουν τον εαυτό τους να εκτελούν επαναλαμβανόμενες πράξεις ή σειρές πράξεων. Τα άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή αυτή είναι διστακτικά, αμφιβάλλουν, φοβούνται την απόρριψη ή την δική τους επιθετικότητα. Οι πιο συχνές μορφές ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς είναι το μέτρημα, ο έλεγχος, το καθάρισμα, η αργοπορία, και η τελειομανία. Ο ψυχαναγκασμός παίρνει πολλές φορές την μορφή τελετής όπου το άτομο εκτελεί μια σειρά πράξεων ξανά και ξανά. Η πράξη αυτή τον ανακουφίζει από το άγχος και τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής.
Οι ψυχαναγκαστικές σκέψεις συχνά φέρνουν ντροπή. Το περιεχόμενό τους έχει σχέση με το να κάνουν κακό σε άλλους, να προκαλέσουν ατυχήματα, να βρίσουν ή να έχουν ανεπίτρεπτες κατά την γνώμη τους σκέψεις όσον αφορά το σεξ ή την θρησκεία. Τα άτομα αυτά φοβούνται μήπως πραγματοποιήσουν αυτά που σκέφτονται, ξοδεύοντας χρόνο για να αποφύγουν τις καταστάσεις αυτές ή ελέγχοντας συνεχώς ότι όλα είναι εντάξει. Ανάλογα με την περίπτωση και την φύση του ψυχαναγκασμού, το άτομο μπορεί να αισθάνεται περήφανο για την αδυναμία του να πάρει πρόωρες αποφάσεις ή να καταδικάζει τον εαυτό του όταν η αναποφασιστικότητα αφήνει κάποιον άλλο να δράσει πρώτος. Παραδείγματα κοινών ψυχαναγκασμών περιλαμβάνουν τις εμμονές που σχετίζονται με τη βρωμιά, τα μικρόβια, και τις μολύνσεις, καθώς επίσης και τους φόβους ότι θα κάνουν κακό στον εαυτό τους ή σε άλλους εάν δε φέρουν σε πέρας μια τελετουργία κι αν δεν ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ή επιθετικές φαντασιώσεις τους. Κοινοί καταναγκασμοί περιλαμβάνουν το υπερβολικό πλύσιμο των χεριών στο 25%-50% των ασθενών με ψυχαναγκαστική διαταραχή, τη συμπεριφορά ελέγχου συνδεόμενη με υπερβολική αμφιθυμία (για παράδειγμα καταναγκαστικός έλεγχος κλειδαριάς, βρύσης ή/και θερμοσίφωνα), και ψυχικούς καταναγκασμούς, όπως συνεχή επανάληψη σκέψεων ή αδιάκοπο μέτρημα αριθμών. Οι ασθενείς συχνά αποφεύγουν καταστάσεις που αποτελούν το θέμα των ιδεοληψιών τους, όπως, αποφεύγουν και τα δημόσια λουτρά ώστε να μην έρθουν σε επαφή με μικρόβια. Αν και οι περισσότεροι ασθενείς με ψυχαναγκαστική διαταραχή αναγνωρίζουν ότι η συμπεριφορά τους είναι υπερβολική, ορισμένοι έχουν πλήρη έλλειψη ενσυναίσθησης επιμένοντας ότι ο ψυχαναγκασμοί και καταναγκασμοί τους είναι ρεαλιστικοί.
Οι υποομάδες συμπτωμάτων που συναντώνται στους ασθενείς με ψυχαναγκαστική διαταραχή περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
– ασθενείς με ψυχαναγκασμούς όσον αφορά τη βρωμιά και τις μολύνσεις, των οποίων οι τελετουργίες επικεντρώνονται στο πλύσιμο και το καθάρισμα, και τείνουν να μη σχετίζονται με τικ.
– ασθενείς με ψυχαναγκασμούς που αφορούν τη συμμετρία, των οποίων οι τελετουργίες επικεντρώνονται στην τακτοποίηση και τη ρύθμιση πραγμάτων έτσι ώστε να είναι στη θέση τους και συμμετρικά (προσβάλλονται περισσότερο άνδρες από ότι γυναίκες).
– ασθενείς με κυρίως ψυχαναγκαστική βραδύτητα, οι οποίοι κάνουν αρκετή ώρα για να ολοκληρώσουν μία δουλειά.
Η ψυχαναγκαστική διαταραχή παρουσιάζεται στα τελευταία χρόνια της εφηβείας ή στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής στα ίδια ποσοστά και στα δυο φύλα. Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν μία σταθερή και χωρίς διακυμάνσεις πορεία, με το 15% να έχουν μία αργή φθίνουσα πορεία και το 5% να παρουσιάζουν επεισόδια. Η συνοσηρότητα με άλλες ψυχιατρικές και νευρολογικές παθήσεις είναι συχνή στην ψυχαναγκαστική διαταραχή. Όσον αφορά τη θεραπεία της ψυχαναγκαστικής διαταραχής αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ποικίλες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές που είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της ασθένειας. Αρκετοί ωστόσο ασθενείς δεν μπορούν να τις ακολουθήσουν είτε διότι δεν έχουν το υψηλό κίνητρο που απαιτείται είτε γιατί δεν είναι αποφασισμένοι και θετικοί απέναντι στη θεραπεία. Για τους ασθενείς από την άλλη, για τους οποίους η θεραπεία λειτουργεί, το αποτέλεσμα φαίνεται να διαρκεί για έτη ιδιαίτερα όταν συνοδεύεται από τακτικές συνεδρίες παρακολούθησης.
Posted in: Αρθρογραφία
Leave a Comment (0) →